ιεροφαντώ

ιεροφαντώ
ἱεροφαντῶ, -έω (Α) [ιεροφάντης]
1. είμαι ιεροφάντης
2. εισάγω κάποιον στα μυστήρια, μυώ
3. (μτβ.) εξηγώ ως ιεροφάντης, διδάσκω ως ιεροφάντης
4. παθ. ἱεροφαντοῡμαι, -έομαι
α) εμπνέομαι («τοὺς ἱεροφαντηθέντας λογισμοὺς θεοῡ», Φίλ.
β) εισάγομαι στα ιερά μυστήρια, μυούμαι («ἱεροφαντουμένη ψυχή», Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”